-
1 νεοσσεύω
2 build a nest, Arist.HA 559a4, etc.; : metaph.,[σοφία] θεμέλιον αἰῶνος ἐνόσσευσε LXX Si.1.15
:—[voice] Pass., ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα as many as had their nests, Hdt.1.159.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοσσεύω
См. также в других словарях:
νεοσσεύω — (ΑΜ νεοσσεύω και νοσσεύω, Α αττ. τ. νεοττεύω, Μ και νοσσιεύω) [νεοσσός] κλωσσώ, εκκολάπτω νεοσσούς μσν. μτφ. (για πρόσ.) κατοικώ μσν. αρχ. (κυρίως το παθ.) ν(ε)οσσεύομαι φωλιάζω («ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα ἐν τῷ νηῷ», Ηρόδ.) αρχ.… … Dictionary of Greek